- ηγουμένη
- ηγουμένη, η και ηγουμένισσα, ηπροϊσταμένη μονής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἡγουμένη — ἡγέομαι go before pres part mid fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγουμένῃ — ἡγέομαι go before pres part mid fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγουμένηι — ἡγουμένῃ , ἡγέομαι go before pres part mid fem dat sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… … Dictionary of Greek
ИГУМЕНИЯ — [ἡ ἡγουμένη, ἡγουμένισσα управительница, руководительница], настоятельница мон ря. В древней Церкви наряду с появлением муж. мон рей стали создаваться и жен. общины, приобретавшие затем статус мон ря, во главе к рого стояла настоятельница. О… … Православная энциклопедия
игуменья — настоятельница монастыря , др. русск., ст. слав. игоумениѩ (Супр.), из греч. ἡγουμένη – то же; Фасмер (см. предыдущее) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Hegumen — Hegumen, hegumenos, or ihumen (Greek: ἡγούμενος ; Macedonian, Bulgarian and Russian: игумен, trans. igumen ; Ukrainian: Ігумен ihumen ; ka. იღუმენი, iğumeni ; Romanian: egumen ; Serbian: Игуман or Iguman ) is the title for the head of a monastery … Wikipedia
игумения — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἡγουμένη) настоятельница женского монастыря … Словарь церковнославянского языка
αβάισσα — η [αβάς] ηγουμένη γυναικείου μοναστηριού τών Ρωμαιοκαθολικών (αβαείου) … Dictionary of Greek